- ξηραίνομαι
- ξηραίνω—parchpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραυαίνομαι — Α ξηραίνομαι τελείως, αποξηραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐαίνομαι / ξηραίνομαι»] … Dictionary of Greek
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek
ατειρής — ἀτειρής, ές (Α) 1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός 2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ του ρ. τείρω «θλίβω,… … Dictionary of Greek
εκχερσώνω — και εκχερσώ ( όω) (Μ ἐκχεσῶ) 1. κάνω τη χέρσα γη καλλιεργήσιμη, τήν απαλλάσω από πέτρες, θάμνους κ.λπ. 2. μτφ. («τὰς ἀκανθώδεις ῥύπας [τῆς ψυχῆς] ἐξεχέρσωσας», Γ. Πισίδ.) 3. μέσ. ξηραίνομαι («εξεχερσώθη ο κήπος», Πρόδρ.) … Dictionary of Greek
επαφαυαίνομαι — ἐπαφαυαίνομαι (Α) καταξηραίνομαι, στεγνώνω («ὥστε γ ἐπαφαυάνθην Παναθηναίοισι γελῶν» ξεράθηκα στα γέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφαυαίνομαι (παράλληλος τ. τού αφαύω) «ξηραίνομαι»] … Dictionary of Greek
ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος — ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος, ον (Α) (κωμικό επίθ. για πλακούντα, πίτα) αυτός που έχει ψηθεί στο λάδι, ωσότου αποκτήσει ξανθό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + ξανθός + επί + παν + καπυρούμαι «ξηραίνομαι,… … Dictionary of Greek
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
κατασκελής — κατασκελής, ές (Α) 1. (για ύφος) ισχνός, αδύνατος («κατασκελὴς φράσις», Διον. Αλ.) 2. δύσκολος («κατασκελὴς μέθοδος», Πτολ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατασκελές η ανεπάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκελής (< σκέλλομαι «ξηραίνομαι»). Η αναγωγή… … Dictionary of Greek
καταφρύγω — AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω μέσ. καταφρύγομαι ξηραίνομαι τελείως μσν. μέσ. καταφρύγομαι (για νερό) στερεύω αρχ. 1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω 2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φρύγω «ψήνω, καίω»] … Dictionary of Greek
καταψοφίζω — (Μ) ξηραίνομαι, καταστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψοφίζω «ξηραίνω»] … Dictionary of Greek